αυχώ

αυχώ
αὐχῶ (-έω) (AM)
καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι
αρχ.
1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι...
2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα...
3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι...
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι ικανοποιητική, γιατί οι τ. δεν παρουσιάζουν φωνητική αντιστοιχία. Επίσης, η άποψη κατά την οποία ο τ. αυχώ (-έω) προήλθε από σύνθετα σε -αυχής (πρβλ. κενεαυχέες, μεγαυχής με ανομοίωση < τ. *κενεευχέες, *μεγευχέες, ως παράγωγα του εύχος) δεν είναι πειστική. Σύνθετα σε -ευχής δεν παραδίδονται, τα δε σύνθετα σε -αυχής δεν προέρχονται από το αύχος, γιατί η λ. αύχος είναι μεταγενέστερη. Τέλος, η σύνδεση του αυχώ με τον τ. αυχήν από τη σημασία «υψώνω το κεφάλι, είμαι περήφανος» δεν έχει ισχυρή βάση. Η λ. αυχώ απαντά στον Αισχύλο, τον Ευρίπίδη, τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, σημαίνει δε κυρίως «καυχιέμαι, έχω πεποίθηση» και συντάσσεται με απαρεμφατική πρόταση.
ΠΑΡ. αρχ. αύχη, αύχημα, αύχησις, αυχητής.
ΣΥΝΘ. αρχ. εναυχώ, εξαυχώ, επαυχώ, καταυχώ, υπεραυχώ, υψαυχώ
αρχ.-μσν.
μεγαλαυχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐχῶ — αὐχέω boast pres subj act 1st sg (attic epic doric) αὐχέω boast pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηλαυχώ — έω, Α ὑψαυχῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + αυχῶ (< αυχής < αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχῶ] …   Dictionary of Greek

  • καταυχώ — καταυχῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυχώ*) υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐχῶ «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • αυχητής — αὐχητής, ο (Α) [αυχώ] κομπαστής, υπερόπτης …   Dictionary of Greek

  • αύχη — αὔχη, η (Α) καύχηση, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχώ ( έω) «καυχιέμαι, περηφανεύομαι), με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • αύχησις — αὔχησις, η (Α) [αυχώ] καύχηση, κομπασμός …   Dictionary of Greek

  • εξαυχώ — ἐξαυχῶ, έω (Α) [αυχώ] καυχιέμαι φανερά, παραδέχομαι δημόσια …   Dictionary of Greek

  • επαυχώ — ἐπαυχῶ, έω (Α) 1. υπερηφανεύομαι, κομπάζω, καυχιέμαι για κάτι («τούτοις ἐπαυχεῑν καὶ δεδρακυῑαν γελᾱν», Σοφ.) 2. (με αιτ. και απρμφ.) είμαι βέβαιος, πεπεισμένος («ὡς κἄμ ἐπαυχῶ τῆσδε τῆς φήμης ἄπο», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαυχεῑ ἐπεύχεται».… …   Dictionary of Greek

  • κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”